- μπαζάρω
- 1. τεντώνω το σχοινί και το πανί πλοίου μέχρι την τέλεια προσαρμογή τού ενός με το άλλο2. έλκομαι ώσπου να εφαρμόσω τελείως με κάτι («άσ' το, μπαζάρησε πια το πανί»)3. στερεώνω πέτρες σε τοίχο οικοδομής τοποθετώντας ανάμεσά τους χαλίκια4. μτφ. φεύγω μακριά («κοίταξε που μπαζάρησε κιόλας»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bazzare].
Dictionary of Greek. 2013.