μπαζάρω

μπαζάρω
1. τεντώνω το σχοινί και το πανί πλοίου μέχρι την τέλεια προσαρμογή τού ενός με το άλλο
2. έλκομαι ώσπου να εφαρμόσω τελείως με κάτι («άσ' το, μπαζάρησε πια το πανί»)
3. στερεώνω πέτρες σε τοίχο οικοδομής τοποθετώντας ανάμεσά τους χαλίκια
4. μτφ. φεύγω μακριά («κοίταξε που μπαζάρησε κιόλας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bazzare].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μπαζάρισμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπαζάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαζάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. νετάρω: νετάρισμα)] …   Dictionary of Greek

  • φιλώ — φίλησα, φιλήθηκα, φιλημένος 1. δίνω φίλημα, ασπάζομαι: Χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις φίλα το (παροιμ.). 2. το ενεργ. με αλληλοπάθεια όπως το μέσ., φιλιούμαι και φιλιέμαι, αλλάζω φίλημα, δίνω και παίρνω φιλί αμοιβαία: Πιάνονται κι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”